- σαλιούγκα
- σαλιούγκα, ἡ, =A saliunca, Κελτικὴ νάρδος, Dsc.1.8, Plin.HN21.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλιούγκα — σαλιούγκᾱ , σαλιούγκα saliunca fem nom/voc/acc dual σαλιούγκᾱ , σαλιούγκα saliunca fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλιούγκα — ἡ, Α (κατά τον Διοσκ.) το φυτό νάρδος η κελτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saliunca «κελτική νάρδος»] … Dictionary of Greek